- δαιμονοτάκτης
- δαιμονο-τάκτης, ου, ὁ,A ruler of demons, PMag.Par. 1.1374 (pl., written δαιμονατ.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαιμονοτάκτας — δαιμονοτάκτᾱς , δαιμονοτάκτης ruler of demons masc acc pl δαιμονοτάκτᾱς , δαιμονοτάκτης ruler of demons masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)